Η μεγάλη απορία της μικρής αννούλας

Άραγε αυτός ο "ξένος" που εμφανίζεται ξαφνικά από το πουθενά σε ιστορίεςπαραμύθιαμύθουςκτλ, χωρίς κανένας να γνωρίζει το παραμικρό για αυτόν και τους γαμάει τη μάνα και καλά, τι ήταν? Κάποιος ευφυής που απλά βαφτίστηκε ξένος για να διαχωριστεί από μια ομάδα? Κάποιος που πέρασε χίλια χρόνια περισυλλογής στα βουνά και κατέβηκε για να παίξει με τους "κοινούς θνητούς"? Κάποιος όντως ξένος, δηλαδή αλλοδαπός, που απλά περιφερόταν σε διάφορες χώρες για να κερδίσει χρήματα και δόξα? Ο θεός μέσα σε ανθρώπινο σώμα, προσπαθώντας να κατανοήσει το δημιούργημα του? Εξωγήινος ίσως? Ή μήπως το μουνί της μάνας τους?

Γαμιούντα ιταπά ντα ρε ι

Ο Ζαχαρίας ποτέ δε γούσταρε τα λεωφορεία, έτσι την έβγαζε με τα πόδια ή με ποδήλατο.
"χίλιες φορές πόδια ρε. ο μόνος λόγος να πάρω λεωφορείο είναι για να μην πληρώσω εισιτήριο".
Τα είχε μισήσει από μικρός, όταν ακόμη ένιωθε τους άλλους τόσο μεγάλους και τόσο άκομψους, που η όποια ηρεμία και γαλήνη τον διακατείχε μέχρι λίγο πριν μπει, διαταρασσόταν. Το ένστικτο της επιβίωσης βαρούσε κόκκινο δηλώνοντας του πως είναι υπό απειλή χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει, και ο πανικός των αναπάντητων ερωτημάτων του έφερνε δυσφορία.


Μια μέρα, λόγω ενός τραυματισμού που δεν του επέτρεπε να περπατάει εύκολα χωρίς πόνο, αποφάσισε να μπει σε λεωφορείο μετά από καιρό. Βρήκε πολλές αλλαγές που ούτε καν είχε φανταστεί. Ένιωσε σαν τους άλλους που μυρίζουν κάτουρα και σκατά στο δρόμο για να ενημερωθούν για το "τι παίζει".


Πλέον υπήρχαν υφασμάτινα καθίσματα που σου παρείχαν μια κάποια άνεση καθώς παρατηρούσες το απρόσωπο ηλεκτρονικό ταμπλό από το οποίο περνούσε το μήνυμα "χάος είναι η κατάσταση που προκύπτει όταν μεταβληθούν έστω και κατ' ελάχιστο τα αρχικά δεδομένα ενός δυναμικού συστήματος.". Τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα μιας και υπήρχε έηρ κοντίσιον -ή τέλος πάντων ο ήχος αυτού- και στο αυτόματο μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων υπήρχε υποδοχή και για πιστωτική κάρτα. Επίσης, το λεωφορείο δε σταματούσε μόνο σε στάσεις, αλλά και σε ειδικά σημεία όπου για μισό λεπτό άνοιγαν οι πόρτες και άστεγοι/ζητιάνοι εκλιπαρούσαν για μια μπουκιά ψωμί δίνοντας την δυνατότητα στους επιβάτες να ευεργετήσουν.


Κάποια στιγμή, η ηχογραφημένη φωνή μιας ανοργασμικής 35αρας -που πριν από κάθε στάση ηχούσε για να ενημερώσει το επιβατικό κοινό- είπε "η εντροπία της θερμοδυναμικής μπορεί να ιδωθεί ως εφαρμογή της εντροπίας στη θεωρία πληροφορίας.". Τότε, ένα οχτάχρονο κοριτσάκι κάρφωσε με μανία το πολύχρωμο γλειφιτζούρι του στο μάτι της μαμάς του και άρχισε να κλαίει ουρλιάζοντας, χτυπώντας και βρίζοντας την. Κλάμα που σταμάτησε από τον κρότο του πιστολιού μιας πουτάνας, η οποία αφού σκότωσε το νταβατζή της, τον χάιδεψε στοργικά στο πρόσωπο.


Από εκείνη τη μέρα και έπειτα, ο Ζαχαρίας χρησιμοποιεί σε καθημερινή βάση λεωφορεία για τις μετακινήσεις του. Και μόνο η σκέψη ότι θα μπει στο λεωφορείο του δίνει κουράγιο και χαρά να ξεκινήσει τη μέρα του. Ένα κύμα θετικής ενέργειας πλημμυρίζει το σώμα του, εξασφαλίζοντας ισορροπία και αρμονία σώματος και ψυχής.


 Όπως και να έχει πάντως, παράξενο όνομα για γάτο.

It's so shitty in the city.

Dirty politicians.
Dirty judges.
Dirty cops.
Dirty dishes in the sink.

Η [ ανιδιοτέλεια ] και η [ αγνότητα ] των αισθημάτων και των προθέσεων.

Η μνήμη
μια καλοπληρωμένη πουτάνα από την οποία ζητάς μια ψεύτικη αληθινή αγκαλιά.
Είναι εκεί όταν η συνείδηση σου μπαίνει σε μονοπάτια και διεργασίες σκέψης που επαληθεύουν ότι αυτές οι λέξεις είναι
σπασμένες βιτρίνες, βουρκωμένα μάτια, εκτρώσεις, ξερασμένα όνειρα.
Άλλες φορές νηφάλια, άλλες μεθυσμένη.
Θα έρθει να σου ψιθυρίσει στιγμές που έζησες ή ονειρεύτηκες,
προσφέροντας σου απλόχερα πόνο
ή εφήμερο χαμόγελο,
προάγγελο μεγαλύτερου πόνου.

Λέξεις άχρηστες,
λέξεις κενές, 
λέξεις παιδικές αναμνήσεις,
λέξεις ξένες, 
λέξεις μακρινές, 
λέξεις παραμύθια.


Ανιδιοτέλεια.
Αγνότητα.
Ακριβώς ότι και τα χρώματα για ένα τυφλό.

Πότε επιτέλους?

Οι καμπάνες θα φέρουν τα χαρμόσυνα νέα
πνίγοντας τις σειρήνες της σαπίλας
και ο κρότος του πιστολιού της μικρής αννούλας
εκτός από το τέλος της ζωής της
θα σημάνει και την αρχή του τέλους.

Ανά τους αιώνες τυχαίνει μερικά κύματα να είναι ακριβώς ίδια.

Ένας εμφανώς ταλαιπωρημένος τοξικομανής με πλησίασε στο κέντρο της πόλης και μου ζήτησε πενήντα λεπτά ομολογώντας μου μάλιστα γεμάτος ειλικρίνεια το λόγο για τον οποίο τα ήθελε. Τον προσπέρασα χωρίς καλά καλά να τον αφήσω να τελειώσει αλλά το βλέμμα του αποτυπώθηκε στο μυαλό μου. Δεν έχω ιδέα αν έβλεπε ή απλώς εστίαζε κάπου αλλού προσποιητά για να μη τρομάζει το κόσμο, άλλωστε δε με κοίταξε καθόλου ώστε να μπορώ να είμαι σίγουρος. Δύο κόκκινα μικρά κουρασμένα μάτια που αντικατόπτριζαν τα πάντα γύρω από το τίποτα, την απόλυτη αλήθεια για το μεγαλύτερο ψέμα, την απόγνωση για μια ψευδαίσθηση ελευθερίας.

Συνέχισα τη πορεία μου μέσα στη ζούγκλα αρνούμενος να προσφέρω νερό και τρόφιμα σε έναν άγνωστο, παράξενο και ίσως επικίνδυνο τύπο που συνάντησα στη μέση του πουθενά. Ίσως φταίει και το γεγονός ότι πετάχτηκε απότομα μέσα από τη πυκνή βλάστηση και με τρόμαξε. Ίσως το ότι είχα λίγες προμήθειες. Δε ξέρω. Διαίσθηση. Ένστικτο. Κούραση. Ή απλά ηλίθιος εγωισμός και εμμονή στην αρχική βιαστική απόφαση που σχημάτισα χωρίς καν να σκεφτώ όλες τις παραμέτρους. Αφού διάνυσα μία αρκετά μεγάλη απόσταση -την οποία και βάφτισα "ασφαλή"- και με το βλέμμα του ζωντανό στο μυαλό μου, κάθισα να ξεκουραστώ και μόλις απέκτησα μια κάποια άνεση με το περιβάλλοντα χώρο και ηρέμησα, πάγωσα.

Θυμήθηκα τη πρώτη μέρα στο λύκειο, λίγο πριν τον αγιασμό, ήταν αυτός που με καλοσώρισε στο νέο μου κάτεργο αρπάζοντας μου το διαφημιστικό τετράδιο που μοίραζαν στην είσοδο. Μια διαφορά πέντε χρόνων σε εκείνες τις ηλικίες είναι ιδανική για να τρομοκρατεί ή/και να χειραγωγεί ο μεγαλύτερος τον μικρότερο. Ο Χ. επέλεξε το πρώτο. Βλέπετε, εγώ κέρδιζα χρονιά, ο Χ. ήθελε δύο χρονιές σε κάθε τάξη για να τα καταφέρει. Ήταν γνωστός σε όλα τα παιδιά, τον ήξεραν όλοι οι καθηγητές με το μικρό του, ήταν στη κορυφή της ιεραρχημένης κλίκας του και από όσο είχα αντιληφθεί αφορμή πολλών συζητήσεων. Τελικά, το βγάλαμε μαζί το λύκειο, αν και μετά την ανάρτηση των αποτελεσμάτων από τις πανελλήνιες δεν μπορώ να είμαι και τόσο σίγουρος ότι είχε αίσιο τέλος και ο Χ. μιας και η καθημερινή τριβή στο σχολείο -που ήταν και ο μοναδικός χώρος αλληλεπίδρασης μας- έλαβε τέλος.

Πριν λίγες μέρες, πληροφορήθηκα από κοινό γνωστό πως ο Χ. πέθανε από υπερβολική δόση και η αλήθεια είναι πως η αρχή και το τέλος του συνειρμού που έκανα στο άκουσμα αυτής της είδησης αναπόφευκτα ήταν γύρω από το τετράδιο που μου είχε αρπάξει. Άραγε τι να απόγινε? Το πέταξε λίγα λεπτά αφότου μου το πήρε από τα χέρια? Το έκανε σαίτες για να αποδιοργανώσει το μάθημα στη τάξη? Το γέμισε ποιήματα? Ή μήπως θα μείνει αιώνια κενό σε μια γωνία του άδειου παιδικού δωματίου του στο πατρικό του?

Μέρος άγνωστο, άγνωστο μέρος ?/?

Μάλλον σε πηγάδι.
Ξερό πηγάδι.
Μόνο μέσο διαφυγής ένας τυφώνας με επίκεντρο αυτό.
Αφιλόξενο πηγάδι που μας κρατά παρά τη θέληση μας.


Μας λυπήθηκε ο χρόνος και αφαίρεσε το προσωπείο του.
Δεν είναι γιατρός.
Είναι μία σέξι νοσοκόμα που δεν έχει ιδέα από ιατρική.
Κρύα, ανοργασμική, σχιζοφρενής.
Το μονοπάτι προς το θάνατο.
Το μεσοδιάστημα που λέγεται ζωή.


Κοιταχτήκαμε και ο ένας είδε στα μάτια του άλλου την αλήθεια του.
Αποφασίσαμε να σπάσουμε όλους τους καθρέπτες.
Αυτοί είναι ο εχθρός.
Το πηγάδι.
Ο θάνατος.


Διαπιστώσαμε πως το α' πληθυντικό είναι λίγο για κάποιον που είναι ένας,
πόσο μάλλον όταν νιώθει κανένας.

Μέρος τροία

Περιμέναμε καρτερικά να γνωρίσουμε τον ήλιο,
αποφασισμένοι να του επιτρέψουμε να κάψει το δέρμα μας.
Θέλαμε με αυτό το τρόπο να τον κάνουμε φίλο,
όμως ακόμη και αν δεν τα καταφέρναμε,
θα του υποδεικνύαμε τον κοινό εχθρό.

Θα μας βοηθούσε επαληθεύοντας την παρουσία του εχθρού,
μαρτυρώντας κάθε στιγμή τη θέση του.
Την φύση του.
Τις προθέσεις του.
Τις ιδέες του.
Θα τον ξεγύμνωνε για να είναι δίκαιος ο αγώνας.

Ήμασταν όσο πιο έτοιμοι μπορούσαμε και ακόμη και αν δεν καταφέραμε να εξαλείψουμε πλήρως κάθε ψεγάδι περί ανωτερότητας του,
θα στεκόμασταν ως ίσοι απέναντι του.
Δε βασιζόμασταν στη τύχη ή σε δούρειους ίππους.
Κανένας δισταγμός.
Καμία αναστολή.
Κανένας φόβος.
Μόνο μίσος.

Ακόμα περιμένουμε την ανατολή.

Μέρος δεύτερο: Λίγο πριν ξημερώσει

Βρήκαμε τα κατάλληλα εργαλεία και με αυτά ακονίσαμε τα χέρια μας,
να δείχνουν τις αγνές τους προθέσεις.

Αποθηκεύσαμε τα μάτια μας σε ένα μεγάλο βάζο,
τουλάχιστον προς το παρόν αυτό που υπηρετούν δε το έχουμε ανάγκη.

Σπάσαμε τα τύμπανα των αυτιών μας,
πλέον η επικοινωνία μας θα είναι ουσιαστική και μόνο όταν κρίνεται αναγκαία.

Κόψαμε τις γλώσσες μας για να μη μας κατευθύνουν ποτέ ξανά σε λάθος μονοπάτια.
Μόνο άναρθρες κραυγές πια.

Γεμίσαμε τα πνευμόνια μας μαυρίλα,
γυρνώντας όλη τη πόλη,
να ταιριάζουν με τη ψυχή μας.

Τα πόδια μας,
σκληρά πλέον σαν τσιμέντο.

Κρεμάσαμε τις καρδιές μας στο λαιμό,
να είναι εκεί επαληθεύοντας την ύπαρξη τους
αλλά και το γεγονός πως δε μας κατευθύνουν απαραίτητα.


Μέρος πρώτο: 2η γέννηση

Ανακαλύψαμε την ζωή και ενώ αρχικά μας συνεπήρε η γοητεία που εκπέμπει λόγω της αρμονικής συνύπαρξης ασκήμιας και ομορφιάς, την αρνηθήκαμε.

Παραμυθιαστήκαμε από την ματαιοδοξία, αλλά τα ψέμματα της δε μας πείσανε για πολύ και έτσι προτιμήσαμε να μπούμε στο ίδιο κελί με την ανιδιοτέλεια, εκεί όπου ο χρόνος είναι νεκρός.

Κουραστήκαμε από την συνεχή ασαφή διαίσθηση ψευδαισθήσεων και  αφού γεμίσαμε ένα κουβά με ποικίλες εμπειρίες, τον πετάξαμε στο γκρεμό.

Μισήσαμε αυτούς που λόγω της περιορισμένης πραγματικότητας τους, φέραν μόνο πόνο. Αφού γίναμε ανεκτικοί σε αυτόν, υποσχεθήκαμε πως θα απογοητεύσουμε.

Μηδενίσαμε κάθε ηθική που μας είχαν ποτίσει για να μπορέσουμε να νιώσουμε το οξυγόνο στα πνευμόνια μας.

Κεραστήκαμε νόηση για να μεθύσουμε από τις παραισθήσεις του απείρου.

Βρήκαμε το διακόπτη εναλλαγής πραγματικοτήτων και τον χαρίσαμε στις μαϊμούδες.

Αγαπήσαμε τον θάνατο γιατί μπροστά του είμαστε όλοι ίσοι.