Πιο νεκρός από ποτέ.



Ένα ψυχάκι δολοφόνος αφηγείται τα γεμάτα καραμέλα παιδικά του χρόνια πίνοντας λευκό κρασί και εσύ δεμένος, ανήμπορος να κάνεις κάτι περιμένεις να δεις αν θα σε σκοτώσει αυτός ή κάποιος από τους συνεργούς του. Μπορεί να μη τους βλέπεις εσύ, αλλά -δυστυχώς για σένα- η σχιζοφρένεια είναι ισχυρότερη από την όραση. Τόσο που όσο προσπαθείς να λευτερωθείς πριν σε σφάξει, αρχίζεις και νιώθεις την παρουσία τους. Κάνεις απόπειρες να τους μάθεις, να εξοικιωθείς με τη φύση τους. Έστω και μέσω της ανάκλασης τους στο πρόσωπο του δολοφόνου. Ο πόνος και η εξάντληση άλλωστε, σε βοήθησαν να αφομοιωθείς. Τη μια στιγμή γίνεται πάρτι εις βάρος σου και την άλλη νιώθεις μόνος, μπροστά στο τίποτα. Προσπαθείς να εμψυχώσεις τον εαυτό σου "όλα είναι στο μυαλό μου".


Ξαφνικά σκέφτεσαι πως θα είναι λιγότερο επώδυνο και ψυχοφθόρο το να αποδεχθείς τον θάνατο παρά να προσπαθήσεις να τον αποφύγεις. Ούτως ή άλλως δείχνει σίγουρος. Και άρρωστος. Καλύτερα να αποκλείσεις το μυαλό του για να μην βασανίζεσαι. Να καταστείλεις το ένστικτο της επιβίωσης, να μην κουράζεσαι. Κλείνεις τα μάτια και προσπαθείς να αποσυνδεθείς από το σώμα σου. το κόσμο.


Ξυπνάς από το κρύο, σε μια πλατεία που σου φαίνεται οικεία, κάτι σου θυμίζει αλλά δεν είσαι και σίγουρος. Η μνήμη σου παίζει παιχνίδια. Αν και χωρίς νεφρό.. νιώθεις ελεύθερος.

Όταν ο παππούς μου ερχόταν..

εγώ δεν υπήρχα
μα όταν μου εξιστορούσε όλα όσα πέρασε 
μέχρις ότου να βρει ένα τόπο να ξεκινήσει πάλι από την αρχή
τα μάτια του μου μαρτυρούσαν πως ήθελε να με περιμένει
να έρθουμε μαζί

αυτή του η συντροφικότητα
επαληθευόταν κάθε φορά που τον άκουγα να λέει
γεμάτος πόνο, φόβο και αγωνία
"φεύγαμε και δεν είχαμε πού να πάμε"

πάει καιρός που ξαναέφυγε
ξεκίνησε πάλι για το άγνωστο
αφού κανείς δεν γύρισε από 'κει 
να μας πει τι και πώς

ωστόσο, υπάρχουν στιγμές που συναντιόμαστε τυχαία
μα πάντα αιφνιδιασμένος και συναισθηματικά φορτισμένος
χάνομαι στις συζητήσεις που συνηθίζαμε να κάνουμε
και είτε δε προλαβαίνω, είτε ξεχνάω να του πω πως

δεν έχω πολλά πράγματα και είμαι πάντα έτοιμος
για κάπου αλλού, κάπου πολύ μακρυά.

Υπό το μηδέν

κοιτάμε πως θα χωνέψουμε το παραμύθι
να φιμώσουμε τη συνείδηση μας
να αφεθούμε επιτέλους στον μορφέα
στον πάτο κολυμπάμε
πρώτη φορά ξέρουμε πού είμαστε
αλλά όχι πού θέλουμε να πάμε
φυσάει αέρας μα δε ξέρουμε αν είναι ευνοϊκός ή αντίθετος
τίποτα δε μας ηρεμεί 
τα ένστικτα μας αντιστράφηκαν
πήραν εκδίκηση από το λογικό μας εαυτό
κρατώ την αναπνοή μου μα πλέον αναπνέω ευκολότερα
περιμένουμε το τίποτα και τον κανένα
σκιές, ψέμματα, αναπάντητα ερωτήματα
η βρωμιά δε κρύβεται
μα πλέον εγκλωβιστήκαμε στο θέαμα αυτής
ηθικοί οδοστρωτήρες μας βοήθησαν στο βίαιο πέρασμα τους
πιο δυνατοί ακόμη και αν μας ευνούχισαν
βίασαν τη ζωή μας και μας ανάγκαζαν να βλέπουμε
ακόμα το κάνουν
μα πλέον συνηθίσαμε
δε κλαίμε, δε πονάμε
κουραστήκαμε
μας σκλάβωσαν για τα καλά
σπάσαμε τα δεσμά τους
μα η ελευθερία δεν ήρθε
όσα μας φύτεψαν μετά τη γέννηση μας
είναι πολύ πιο ισχυρά
η φύση τους τέτοια ώστε να 'ναι ζωτικής σημασίας για εμάς
αφουγκραστήκαμε τη θάλασσα
τα χαοτικά κύματα
τους αμέτρητους κόκκους άμμου
αμέτρητες απόπειρες να δραπετεύσουμε
ποια η φυλακή και ποια η πόρτα
ο θάνατος μονόδρομος και χωρίς αναίρεση
γλυκός πειρασμός
και την αβεβαιότητα του άγνωστου μετά
βαφτίσαμε αγάπη για τη ζωή
και γοητεία
υπολογίσαμε τα πάντα λάθος
μα ακόμα συνεχίζουμε για να μην αργήσουμε
να είμαστε στο πουθενά στην ώρα μας
μη χαθούμε στο δρόμο της ζωής
της ζωής τους
συχνές πυκνές κοπάνες
προσπάθειες μείωσης του χρόνου που σπαταλάμε
ακόμα ζούμε
και
ακόμα να ανασάνουμε
απειθαρχήσαμε στο πνεύμα της εποχής
κυνηγηθήκαμε μήπως και γλιτώσουμε τη τιμωρία
μα η τιμωρία είναι το αιώνιο κυνήγι
η κατοχή της αλήθειας
η αδυναμία έκφρασης αυτής
η αδιαφορία 
και η αναμονή του τέλους
το οποίο θα σημάνει μια νέα αρχή
.

Αποσπάσματα από το δελτίο ειδήσεων των 20:00

Βρήκανε το καλύτερο πεύκο και το κόψανε. Αφού πήρανε το καλύτερο μέρος του δέντρου, το αποθηκεύσανε. Το υπόλοιπο δέντρο θεωρήθηκε σκουπίδι και πετάχτηκε. Πριν αρχίσει η παραμικρή διαδικασία επεξεργασίας αυτού, του δώσανε ένα περιθώριο πέντε χρόνων για να ξεραθεί έτσι ώστε να είναι πιο "πρόθυμο". Έπειτα, το τροποποιήσαν ώστε να προσαρμοστεί στις ανάγκες της κατασκευής. Αρχικά, το κόψανε σε ποικίλα μέρη, σχέδια, κομμάτια και το βάψανε κίτρινο, κόκκινο, πράσινο, μπλε. Στη συνέχεια, του προσάρμοσαν διάφορα μεταλλικά, πλαστικά, γυάλινα, πέτρινα υλικά και το ενίσχυσαν με την κατάλληλη και αναγκαία τεχνολογία. Το ρύθμισαν και έπειτα το τροφοδότησαν με την παρθενική του πηγή ενέργειας. Τέλος, το στείλανε στα ράφια επιλεγμένων μαγαζιών.


Ένα από αυτά, τυγχάνει να κοσμεί το τοίχο της κουζίνας στο σπίτι της γιαγιάς μου. Πάνω από το ψυγείο. Ένα ρόλοι- κούκος που εμπεριέχεται σε κάθε μου ανάμνηση από τότε που με θυμάμαι πιτσιρίκι να τριγυρνάω εδώ και ΄κει.


Χαχ, πάντα το έβρισκα ηλίθιο.


Δε πρόκειται ούτε για δέντρο, ούτε για κούκο. Δεν έχει καν ζωή. (ψυχή?). Είναι μηχανή. Κατασκευασμένη και ρυθμισμένη να μετράει το χρόνο βάσει του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος του επέτρεψε να μπει στη ζωή του, βάσει της αντίληψης του για αυτόν. Ψυχρά και απρόσωπα, ακριβώς όπως μια μηχανή, αναπαριστά την ώρα μέσω των δεικτών, της εμφάνισης του κούκου μετά το πέρας κάθε ώρας, καθώς και του ήχου που αυτός αναπαράγει. Μόνο αντάλλαγμα, κάποια ποσά ενέργειας ανά διαστήματα.


Κάποια στιγμή, ενώ οι δείκτες έδειχναν πώς η ώρα είναι 6 το απόγευμα, πετάχτηκε ο κούκος και είπε "Δύο και μισή!? Δε γαμιέται?! Κούκου- κούκου! Κούκου!".


Και δε γέλασε κανείς.