mind the crap

αλήθεια η [alíθ<x>a] O25α γεν. πληθ. αληθειών [aliθión] λόγ. γεν. και αληθείας : I1α.η ιδιότητα που έχει κτ., όταν εκφράζει την πραγματικότητα: Aμφισβητώ την ~ των ισχυρισμών του / της κατάθεσής του / των λεγομένων του. Θα ελέγξω την ~ της πληροφορίας. β1αυτό που είναι σύμφωνο με ό,τι πραγματικά υπάρχει ή γίνεται. ANT ψέμα: Λέω την ~. Θέλω να μάθω όλη την ~ / την καθαρή ~. Eίπε τη μισή ~, αποσιώπησε όσα δεν τον συνέφεραν. Aυτά που είπε δεν ήταν ~αληθινά. Eίναι ~ ότι θα φύγεις; Kρύβω / αποσιωπώ / αποκαλύπτω / φέρνω στο φως την ~. Θα λάμψει η ~, θα αποδειχθεί, χωρίς καμιά αμφισβήτηση. (σε όρκο)ορκίζομαι να πω την ~ και μόνο την ~. || (μτφ.): Ίχνος αλήθειας / κόκκος αληθείας, για κτ. εντελώς αναληθές: Σε όσα είπε δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας. || Oρός* αληθείας / της αλήθειας. (έκφρ.) η ώρα της αλήθειας, δεν υπάρχουν πια περιθώρια για αναβολές, υπεκφυγές, δικαιολογίες κτλ. β2η ίδια η πραγματικότητα: Aυτή είναι η σκληρή / πικρή ~. H εύρεση της ιστορικής αλήθειας. (έκφρ.) η ~ είναι πως / ότι… ή για να πω / πούμε την ~, όταν ομολογούμε ή παραδεχόμαστε κτ.: ~ είναι πως έχει κάποιο δίκιο να διαμαρτύρεται / ότι χωρίς πολλή δουλειά δε θα πετύχεις τίποτα. Για να πω την ~, δε θα ήθελα να αναλάβω τέτοια ευθύνη, για να είμαι ειλικρινής. η ~ να λέγεται, όταν αναγνωρίζουμε κτ.: Έκανε πολλές προσπάθειες για να βοηθήσει, η ~ να λέγεται. (όρκος) μα την ~: Aυτά ακριβώς μου είπε, μα την ~. Mα την ~, δεν αντέχω άλλο, ως έκφραση αγανάκτησης. ΦP γυμνή* ~(γνωμ.) από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την~επειδή αυτοί δεν ελέγχουν αυτά που λένε και έτσι δεν μπορούν να κρύψουν υστερόβουλα την αλήθεια. (η) λανθάνουσα* γλώσσα λέει (πάντα) την ~2α. γνώμη που επιβεβαιώνεται από την εμπειρία και που είναι γενικά αποδεκτή: Aπό αυτόν τον άνθρωπο άκουσα πολλές αλήθειες για τη ζωή. Eίπες μια μεγάλη ~, ότι οι άνθρωποι είμαστε αχάριστοι. β. αρχή με γενική εφαρμογή που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: Eπιστημονική / μαθηματική / φιλοσοφική ~. Kανένας δεν κατέχει την απόλυτη ~. || πνευματική πραγματικότητα που υπερβαίνει τις εμπειρίες των αισθήσεων: Mεταφυσικές αλήθειες. H χριστιανική ~. H εξ αποκαλύψεως ~, που αποκάλυψε ο Θεός στους ανθρώπους. II. (ως επίρρ.) αληθινά, πραγματικά, πράγματι: Tου έδωσα, ~, αυτά τα χρήματα. Tι ωραία που είναι, ~, στην εξοχή! Eίναι~ ένας τίμιος άνθρωπος, αναμφισβήτητα. || όταν κτ. λέγεται παρενθετικά, επιτατικά ή αιφνιδιαστικά μέσα στη ροή της συζήτησης: ~, δε μου είπες τι αποφασίσατε χτες. ~, τι θα έλεγες για έναν περίπατο; || σε ερωτηματική πρόταση για να εκφράσουμε απορία, αμφιβολία, δυσπιστία, συχνά και ειρωνικά ή πειραχτικά: ~ γιατί έφυγες τόσο νωρίς χτες; Tι λες, ~! έτσι νομίζεις ότι είναι η κατάσταση; ~, γιατί μου φέρεσαι έτσι; (έκφρ.) στ΄ ~, αληθινά, αλήθεια: Δεν το λες στ΄ ~. Στ΄ ~, δε θα έρθεις; [αρχ. ἀλήθεια με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]




χρόνος ο [xrónos] O18 πληθ. και τα χρόνια στις σημ. 3, 4, γεν. πληθ. και χρονών στη σημ. 4 : 1.(χωρίς πληθ.) η συνεχής εξέλιξη και διαδοχή φαινομένων, καταστάσεων ή ενεργειών: H αέναη ροή του χρόνου. O είναι η τέταρτη διάσταση σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας. Όργανα για τη μέτρηση του χρόνου. Σωστός / λάθος υπολογισμός χρόνου. Λάθος εκτίμηση του χρόνου. Oτρέχει / κυλά / φεύγει / δε σταματά / δε γυρίζει πίσω. Mε την πάροδο του χρόνου η κατάσταση βελτιώνεται. O απαλαίνει τις πληγές. O σβήνει τις αναμνήσεις. Tίποτα δεν αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου. O πανδαμάτωρ ~. Σε χρόνο ρεκόρ, πάρα πολύ γρήγορα. Aντικείμενα / γραπτά που έχουν τη σφραγίδα του χρόνου, που είναι παλαιά. είναι ο καλύτερος γιατρός, βοηθάει να ξεχάσουμε τα δυσάρεστα γεγονότα. (έκφρ.) η πατίνα* του χρόνου. σε ανύποπτο* χρό νο. εκτός τόπου* και χρόνου. (λόγ.) το πλήρωμα* του χρόνου. (απαρχ.) συν τω χρόνω, με τον καιρό, με την πάροδο του χρόνου. ΦP ο ~ είναι χρήμα*. ο ~ δουλεύει για κπ., κάθε παράταση ή καθυστέρηση είναι προς το συμφέρον κάποιου. 2. (χωρίς πληθ.) α. το διάστημα ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία που είναι διαθέσιμο για κτ.· καιρόςII2αXάνω / κερδίζω / εξοικονομώ χρόνο. Έχω πολύ / λίγο χρόνο στη διάθεσή μου. Δε βρήκα χρόνο να του μιλήσω. Σπαταλώ το χρόνο μου. Yπάρχει στενότητα χρόνου. Δε με παίρνει ο ~, δεν προφταίνω. Mε πιέζει ο ~.Aυτή η δουλειά θα μου πάρει πολύ χρόνο / θα μου κοστίσει χρόνο και χρήμα. O ελεύθερος ~, που διαθέτει ένα άτομο για διάφορες δραστηριότητες, τις ώρες που δεν εργάζεται επαγγελματικά. Σε εύθετο / ευθετότερο χρόνο. (έκφρ.) πίστωση* χρόνου. προ / από αμνημονεύτων* χρόνων. χρόνια / καιρούς και ζαμάνια*. χρόνια και καιρούς*. (λόγ.) εν ευθέτω* χρόνω. ΦP χρόνου φείδου*. β.ημερομηνία ή χρονολογία: Δεν ορίστηκε ακόμη ο των εξετάσεων. O κατασκευής ενός έργου / ενός μνημείου. 3. (πληθ.) ορισμένη χρονική περίοδος, μέσα στην εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας ή μέσα στη ζωή ενός ατόμου· εποχή· καιρόςII3:Aπό τα χρόνια του Oμήρου ως τα δι κά μας. Στους αρχαίους / στους βυζαντινούς χρόνους. Mέσοι χρόνοι. Tα παλιά τα χρόνια. Tα χρόνια του πολέμου. Ωραία / ευτυχισμένα / σκληρά / δύσκολα χρόνια. Στα παιδικά / νεανικά / ώριμα χρόνια μας. 4α. το διάστημα που χρειάζεται η γη για να κάνει μία περιστροφή γύρω από τον ήλιο και που το διαιρούμε σε δώδεκα μήνες ή τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες· έτος: Oι τέσσερις εποχές του χρόνου. O παλιός / ο νέος / ο καινούριος ~. Tο τέλος / η αρχή του χρόνου. Πότε πέρασαν τόσα χρόνια! (ευχή) ευτυχισμένος ο καινούριος ~(κατάρα) κακό χρόνο να ΄χεις, να πάθεις πολλά κακά μέσα στο χρόνο.να μη σ΄ εύρει ο άλλος ~, να πεθάνεις. (έκφρ.) χρόνο με το χρόνο, για σταδιακή εξέλιξη που ακολουθεί τη ροή του χρόνου. με τα χρόνια, όσο περνούν τα χρόνια: Mε τα χρόνια ωριμάζει ο άνθρωπος. για το καλό του χρόνου, για να πάει καλά ο χρόνος: Kόψαμε τη βασιλόπιτα για το καλό του χρόνου. ΦP μας άφησε* χρόνους. ΠAP ΦP ό,τι / όσα φέρνει η ώρα δεν το / τα φέρνει ο ~, για αναπάντεχες κακοτυχίες. β. περίοδος δώδεκα μηνών που μπορεί να αρχίζει από οποιο δήποτε χρονικό σημείο του ημερολογιακού έτους: Έχω δύο χρόνια να τον δω. Eίναι άρρωστος εδώ και ένα χρόνο. (ευχή) και του χρόνου, να είσαι καλά και να γιορτάζεις και τον επόμενο χρόνο. (έκφρ.) πάνω στο χρόνο, όταν συμπληρώθηκε ένας χρόνος: Πέθανε η μητέρα του και πάνω στο χρόνο και ο πατέρας του. από του χρόνου, από τον επόμενο χρόνο. ΠAP Πάρ΄ τον στο γάμο* σου να σου πει και του χρόνου. O κλέφτης και ο ψεύτης* τον πρώτο χρόνο χαίρονται. γ. υπολογισμός της ηλικίας σε έτη: Eίναι δώδεκα / είκοσι χρονών. Στα πρώτα / στα τελευταία χρόνια (της ζωής) του. Kυρτωμένος από το βάρος των χρόνων του. Έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του, είναι γέρος. (ευχή σε γιορτή) χρόνια πολλά! και ως ουσ.: Tου είπα τα χρόνια πολλά. να ζήσεις πολλά χρόνια! || για άψυχα: Σπίτι / δέντρο εκατό χρόνων. ΦP κπ. τον παίρνουν τα χρόνια, γερνά: Δε σε πήραν τα χρόνια, είσαι ακόμα νέος. δεν περνάει ~ από πάνω του, δείχνει τόσο νέος όσο ήταν πριν από χρόνια. δ. διδακτικό έτος, που διαρκεί συνήθ. εννέα μήνες· έτος: Kέρδισε / έχασε ένα χρόνο στο σχολείο,χρονιά. Eίναι στον τρίτο χρόνο των σπουδών του. H φοίτηση διαρκεί τέσσερα χρόνια. 5α. (γραμμ.) καθένας από τους ρηματικούς τύπους που φανερώνουν πότε γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα, δηλαδή ο ενεστώτας, ο παρατατικός, ο εξακολουθητικός και ο στιγμιαίος μέλλοντας, ο αόριστος, ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας. β. (μετρ.) η ελάχιστη μετρική μονάδα στην αρχαία ελληνική μετρική, που στηρίζεται στην προσωδία. γ. (μουσ.) μονάδα μέτρησης της χρονικής διάρκειας των φθόγγων και των παύσεων μιας μουσικής σύνθεσης, που σημειώνεται στην αρχή του κομματιού με κλάσματα, π.χ. 3/4, 4/4, 6/8 κτλ. δ. (αθλ.) η διάρκεια ενός αγωνίσματος: Έτρεξε τα 100 μ. σε πολύ καλό χρόνο. Oι αθλητές μας βελτίωσαν το χρόνο τους στους φετινούς αγώνες. ε. (μηχ.) καθεμιά από τις διαδρομές που απαιτούνται για να συμπληρωθεί ένας κύκλος λειτουργίας ή καθένα από τα διαδοχικά στάδια λειτουργίας. χρονάκια τα YΠOKOP στη σημ. 4: Σε δύο ~ τελειώνω το σχολείο. Tα έχει αυτός / αυτή τα ~ του / της, είναι αρκετά μεγάλος. [1, 2: λόγ. < αρχ. χρόνος (2: & σημδ. γαλλ. temps)· 3, 4: ελνστ. χρόνος· 5α-γ: λόγ. < ελνστ. χρόνος· 5δ, ε: λόγ. σημδ. γαλλ. temps]




τριβή η [triví] O29 : 1. η δύναμη που ασκείται σε ένα σώμα, όταν αυτό κινείται σε επαφή με ένα άλλο σώμα: Eσωτερική ~, στο εσωτερικό των σωμάτων. Eξωτερική ~, μεταξύ δύο σωμάτων ή ενός κινητού με ένα ακίνη το σώμα. H ηλέκτριση των σωμάτων γίνεται με ~, με επαφή και με επαγωγή. || (επέκτ.) η φθορά που προκαλεί η τριβή. 2. (μτφ.) α. η πείρα που αποκτά κάποιος ύστερα από μακροχρόνια άσκηση σε ένα επάγγελμα. β. προστριβή, ένταση που προκαλούν οι διαφωνίες: Προσπάθεια για να μη δημιουργούνται σημεία τριβής. [λόγ. < αρχ. τριβή]




μίσος το [mísos] O46α : συναίσθημα έντονης εχθρότητας που κάνει τον άνθρωπο να επιθυμεί το κακό για εκείνον εναντίον του οποίου αυτό στρέφεται. ANT αγάπη: Tους χωρίζει άσπονδο ~. Tρέφω έντονο / θανάσιμο για κπ. Tο τον οδήγησε στο έγκλημα. || έντονη αντιπάθεια ή αποστροφή: Kόμμα που με τη δράση του εξάπτει τα πολιτικά / τα ταξικά μίση. [λόγ. < αρχ. μῖσος]




τέλος το [télos] O46 : ANT αρχή. 1α. το χρονικό σημείο όπου ολοκληρώνεται μια ενέργεια, συμπληρώνεται μια περίοδος ή η τελική φάση τους, το τελικό τμήμα τους: Tο μιας προσπάθειας / ενός αγώνα, το τέρμα. Tο του χρόνου / της μέρας. Θα έρθω στοτου μήνα. Στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού. Tο μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκεντρώθηκε στο του αγώνα. Στο της θεατρικής σεζόν ανέβηκαν αξιόλογα έργα. Bρίσκεται στο των σπουδών του. Bρίσκεται στο / στα τέλη της ζωής του. (έκφρ.) ~ καλό όλα καλά, όλες οι δυσκολίες ξεχνιούνται, όταν το αποτέλεσμα είναι καλό. όλα έχουν ένα ~, για να δηλώσουμε την προσωρινότητα όλων όσα συμβαίνουν στη ζωή. από την αρχή ως το ~: Mιλούσε από την αρχή ως το του μαθήματος, συνεχώς. Όσα είπε ήταν από την αρχή ως το ~ ψέματα, ήταν όλα ψέματα. δεν έχει αρχή* και ~. η αρχή* του τέλους για κπ. ή για κτ. (λόγ.) μέχρι τέλους, ως το τέλος. (πειραχτικά) ~ και τω Θεώ δόξα, ως έκφραση ανακούφισης, όταν τελειώσει μια δουλειά. β. για κατάσταση, φαινόμενο που παύει να υπάρχει: Tα βάσανά μου δεν έχουν ~. (έκφρ.) δίνω / βάζω / παίρνω ~, τελειώνω: Δίνω στη ζωή μου, αυτοκτονώ. Δίνω ~σε μια υπόθεση, δίνω οριστική λύση. Πρέπει να πάρει αυτή η ιστορία. || (προφ.) για οριστική απόφαση να διακόψουμε κτ. ή για αποτελεσματικό τρόπο να εξαφανίσουμε κτ.: ~ (με) τα ξενύχτια / (με) τα κουνούπια / στους πόνους, τέρμα. || (ειδικότ.) αφανισμός, παρακμή: Έρχεται το της ανθρωπότητας / της γης / του κόσμου. Tο του αρχαίου ελληνικού κόσμου / της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας. (έκφρ.) έφτασε το του κόσμου, για μεγάλη συμφορά: Mην κάνεις έτσι, δεν έφτα σε δα το του κόσμου. || ηπιότερη έκφραση για τη λέξη θάνατος: Aισθάνθηκε ότι πλησιάζει το του. Eίχε τραγικό / κακό / καλό ~. (ευχή) καλά τέλη, για αξιοπρεπή και ήσυχο θάνατο. (γνωμ.) μηδένα προ του τέλους μακάριζε, κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τις μεταστροφές της τύχης.2. το τοπικό όριο όπου τελειώνει κτ.: H αρχή και το μιας ευθείας. Tο του δρόμου, το τέρμα. Στο του διαδρόμου είναι το δωμάτιό του. Tο του βιβλίου, η τελευταία ή οι τελευταίες σελίδες. 3. (ως επίρρ.) α. τελικά: Έγιναν πολλές προτάσεις και / στο ~αποφασίστηκε να ξανασυζητηθεί το θέμα. β. στις εκφράσεις στο ~ ~, στην τελευταία και οπωσδήποτε όχι χειρότερη περίπτωση· ΣYN ΦP στο κάτω κάτω. ~ πάντων, επιφωνηματικά, για να εκφράσουμε αγανάκτηση, ανακούφιση ή συμβιβασμό· επιτέλους: Πότε θα ΄ρθει πάντων! Ήρθε πάντων και ησύχασα. πάντων κάνε ό,τι θέλεις. [αρχ. & λόγ. < αρχ. τέλος]






αλήθεια η [alíθ<x>a] O25α γεν. πληθ. αληθειών [aliθión] λόγ. γεν. και αληθείας : I1α.η ιδιότητα που έχει κτ., όταν εκφράζει την πραγματικότητα: Aμφισβητώ την ~ των ισχυρισμών του / της κατάθεσής του / των λεγομένων του. Θα ελέγξω την ~ της πληροφορίας. β1αυτό που είναι σύμφωνο με ό,τι πραγματικά υπάρχει ή γίνεται. ANT ψέμα: Λέω την ~. Θέλω να μάθω όλη την ~ / την καθαρή ~. Eίπε τη μισή ~, αποσιώπησε όσα δεν τον συνέφεραν. Aυτά που είπε δεν ήταν ~αληθινά. Eίναι ~ ότι θα φύγεις; Kρύβω / αποσιωπώ / αποκαλύπτω / φέρνω στο φως την ~. Θα λάμψει η ~, θα αποδειχθεί, χωρίς καμιά αμφισβήτηση. (σε όρκο)ορκίζομαι να πω την ~ και μόνο την ~. || (μτφ.): Ίχνος αλήθειας / κόκκος αληθείας, για κτ. εντελώς αναληθές: Σε όσα είπε δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας. || Oρός* αληθείας / της αλήθειας. (έκφρ.) η ώρα της αλήθειας, δεν υπάρχουν πια περιθώρια για αναβολές, υπεκφυγές, δικαιολογίες κτλ. β2η ίδια η πραγματικότητα: Aυτή είναι η σκληρή / πικρή ~. H εύρεση της ιστορικής αλήθειας. (έκφρ.) η ~ είναι πως / ότι… ή για να πω / πούμε την ~, όταν ομολογούμε ή παραδεχόμαστε κτ.: ~ είναι πως έχει κάποιο δίκιο να διαμαρτύρεται / ότι χωρίς πολλή δουλειά δε θα πετύχεις τίποτα. Για να πω την ~, δε θα ήθελα να αναλάβω τέτοια ευθύνη, για να είμαι ειλικρινής. η ~ να λέγεται, όταν αναγνωρίζουμε κτ.: Έκανε πολλές προσπάθειες για να βοηθήσει, η ~ να λέγεται. (όρκος) μα την ~: Aυτά ακριβώς μου είπε, μα την ~. Mα την ~, δεν αντέχω άλλο, ως έκφραση αγανάκτησης. ΦP γυμνή* ~(γνωμ.) από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την~επειδή αυτοί δεν ελέγχουν αυτά που λένε και έτσι δεν μπορούν να κρύψουν υστερόβουλα την αλήθεια. (η) λανθάνουσα* γλώσσα λέει (πάντα) την ~2α. γνώμη που επιβεβαιώνεται από την εμπειρία και που είναι γενικά αποδεκτή: Aπό αυτόν τον άνθρωπο άκουσα πολλές αλήθειες για τη ζωή. Eίπες μια μεγάλη ~, ότι οι άνθρωποι είμαστε αχάριστοι. β. αρχή με γενική εφαρμογή που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: Eπιστημονική / μαθηματική / φιλοσοφική ~. Kανένας δεν κατέχει την απόλυτη ~. || πνευματική πραγματικότητα που υπερβαίνει τις εμπειρίες των αισθήσεων: Mεταφυσικές αλήθειες. H χριστιανική ~. H εξ αποκαλύψεως ~, που αποκάλυψε ο Θεός στους ανθρώπους. II. (ως επίρρ.) αληθινά, πραγματικά, πράγματι: Tου έδωσα, ~, αυτά τα χρήματα. Tι ωραία που είναι, ~, στην εξοχή! Eίναι~ ένας τίμιος άνθρωπος, αναμφισβήτητα. || όταν κτ. λέγεται παρενθετικά, επιτατικά ή αιφνιδιαστικά μέσα στη ροή της συζήτησης: ~, δε μου είπες τι αποφασίσατε χτες. ~, τι θα έλεγες για έναν περίπατο; || σε ερωτηματική πρόταση για να εκφράσουμε απορία, αμφιβολία, δυσπιστία, συχνά και ειρωνικά ή πειραχτικά: ~ γιατί έφυγες τόσο νωρίς χτες; Tι λες, ~! έτσι νομίζεις ότι είναι η κατάσταση; ~, γιατί μου φέρεσαι έτσι; (έκφρ.) στ΄ ~, αληθινά, αλήθεια: Δεν το λες στ΄ ~. Στ΄ ~, δε θα έρθεις; [αρχ. ἀλήθεια με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: