ίσως το καλύτερο για όλους μας, θα ήταν να μη ξαναφήσουμε ανοιχτά φώτα το βράδυ


πρότεινε ο αρχηγός του τομέα Β. Την επόμενη μέρα κιόλας, είχε δημιουργηθεί ένα ρεύμα αντίδρασης και δε πέρασαν παρά μόνο τρεις νύχτες μέχρι να αρχίσει να ξανασπάει το απόλυτο σκοτάδι από λάμπες σε τυχαία ποδήλατα. Κάτι κινούνταν και σίγουρο είναι πως κανείς δε μπόρεσε να το γητεύσει, αφού με απίστευτη ευκολία μετακινούταν με χορευτικές κινήσεις από μέρος σε μέρος καθώς το φως πετούσε μέσα στο σκοτάδι.






Όλο αυτό βέβαια με νέγκατιβ εφέ -όπως αυτό που έχουν οι κάμερες-, μέρα μεσημέρι στο κέντρο της πόλης.


πόλη η [póli] : 1. μεγάλης έκτασης οικισμός με θεσμοθετημένες λειτουργίες, που αποτελεί το διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής· μεγάλη συγκέντρωση σπιτιών και δημόσιων κτιρίων, όπου ζουν πολλοί άνθρωποι σε μια διοικητική ενότητα: Mεγάλη / μικρή / ωραία / γραφική / επαρχιακή / αρχαία / ιστορική / σύγχρονη / ζωντανή / ακμάζουσα / πληκτική / βρόμικη / παραθαλάσσια / πολυάνθρωπη / πυκνοκατοικημένη ~. Tο κέντρο / η καρδιά / η αγορά / το λιμάνι / τα προάστια / η περιφέρεια / οι δρόμοι / τα τείχη / τα όρια μιας πόλης. Σχέδιο πόλεως. Iδρύω / χτίζω / κατακτώ / λεηλατώ / καταστρέφω / επισκέπτομαι / διασχίζω μια ~. Οι πολίτες / οι κάτοικοι / ο δήμαρχος / οι αρχές / οι λογοτέχνες / οι έμποροι / η οικονομία / η αρχιτεκτονική μιας πόλης. Mένω / κατοικώ μέσα στην / έξω από την ~. (και λόγ.) εντός / εκτός πόλεως. H ~ της Aθήνας / της Θεσσαλονίκης. H Πάτρα είναι η τρίτη μεγαλύτερη ~ της Ελλάδας. H αιώνια ~, η Ρώμη. H ~ του φωτός, το Παρίσι. H αγία ~, η Iερουσαλήμ. ~ δορυφόρος*. ~ κράτος, μορφή κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης στην αρχαία Ελλάδα, κατά την οποία κάθε πόλη λειτουργούσε ως αυτόνομη κρατική οντότητα. (έκφρ.) η βασιλίδα* των πόλεων. || τμήμα μιας πόλης: Άνω / κάτω / παλιά ~. || H ~ της μόδας / των γραμμάτων / των τεχνών, με βάση ένα κύριο χαρακτηριστικό της. ΠAΡ Kάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην ~, είναι προτιμότερο να είναι κάποιος ο καλύτερος σε στενότερο κύκλο, παρά κατώτερος σε ευρύτερο. 2α. το σύνολο των κατοίκων μιας πόλης: H ~ κοιμάται / ξενυχτάει / διασκεδάζει / γιορτάζει / πενθεί / έχει ξεχυθεί στους δρόμους. H επιδημία θέρισε την ~. β. η ζωή, οι κοινωνικές συνήθειες της πόλης (σε αντιδιαστολή προς την επαρχία): Οι διασκεδάσεις / τα φώτα / ο θόρυβος / οι ανέσεις της πόλης. Οι άνθρωποι της πόλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: