μοιραίος -α -ο [miréos]: 1α. που συμβαίνει οπωσδήποτε, που είναι αναπόφευκτος, σαν να έχει οριστεί από τη μοίρα: Mοιραίο γεγονός / δυστύχημα. Είναι μοιραίο να…, είναι αναπόφευκτο. || (ως ουσ.) το μοιραίο, καθετί το αναπόφευκτο και ιδίως ο θάνατος: Kανείς δεν μπορεί να αποφύγει το μοιραίο. Ο τραυματίας υπέκυψε στο μοιραίο, πέθανε. β. που είναι ιδιαίτερα βλαβερός ή καταστρεπτικός: Mοιραίο λάθος / ταξίδι. 2. που παίζει τον πιο αποφασιστικό ρόλο σε κτ.: Ο ~ άνθρωπος. H μοιραία στιγμή. || Mοιραία γυναίκα, που χαρακτηρίζεται από έντονη θηλυκότητα και προκλητικότητα. Mοιραία μαλλιά, που είναι μακριά και καλύπτουν ένα τμήμα του προσώπου. μοιραία ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 1.
καταδίκη η [kataδíki]: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταδικάζω. 1α. απόφαση δικαστηρίου με την οποία επιβάλλεται ποινή σε κατηγορούμενο που κηρύσσεται ένοχος. ANT αθώωση: ~ σε θάνατο / σε ποινή φυλάκισης / με αναστολή. Έχει εις βάρος του δύο καταδίκες για κλοπές. ΦΡ υπογράφω* την ~ μου. β. έντονη αποδοκιμασία: Είναι ομόφωνη η ~ του πολέμου / της τρομοκρατίας. 2. (μτφ.) α. δυσάρεστη κατάσταση, δυστυχία που υφίσταται κάποιος: Aυτή δεν είναι ζωή, είναι ~. Tι ~ είναι αυτή, να μην μπορείς να βρεις ούτε ένα λεπτό ησυχία! β. δυσοίωνη πρόβλεψη για την εξέλιξη μιας κατάστασης ή πρόκληση μιας δυσάρεστης εξέλιξης: ~ σε ισόβια αναπηρία.
καταδίκη η [kataδíki]: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταδικάζω. 1α. απόφαση δικαστηρίου με την οποία επιβάλλεται ποινή σε κατηγορούμενο που κηρύσσεται ένοχος. ANT αθώωση: ~ σε θάνατο / σε ποινή φυλάκισης / με αναστολή. Έχει εις βάρος του δύο καταδίκες για κλοπές. ΦΡ υπογράφω* την ~ μου. β. έντονη αποδοκιμασία: Είναι ομόφωνη η ~ του πολέμου / της τρομοκρατίας. 2. (μτφ.) α. δυσάρεστη κατάσταση, δυστυχία που υφίσταται κάποιος: Aυτή δεν είναι ζωή, είναι ~. Tι ~ είναι αυτή, να μην μπορείς να βρεις ούτε ένα λεπτό ησυχία! β. δυσοίωνη πρόβλεψη για την εξέλιξη μιας κατάστασης ή πρόκληση μιας δυσάρεστης εξέλιξης: ~ σε ισόβια αναπηρία.
[αρχ. καταδίκη]
χαμός ο [xamós]: απώλεια, κυρίως για το θάνατο κάποιου αγαπητού προσώπου: Ο τραγικός ~ του παιδιού / του πατέρα του. (έκφρ.) γίνεται ~, αναστάτωση, φασαρία: Στη συγκέντρωση / στο συλλαλητήριο γίνεται ~. Mάλωσαν και έγινε ~.
χαμός ο [xamós]: απώλεια, κυρίως για το θάνατο κάποιου αγαπητού προσώπου: Ο τραγικός ~ του παιδιού / του πατέρα του. (έκφρ.) γίνεται ~, αναστάτωση, φασαρία: Στη συγκέντρωση / στο συλλαλητήριο γίνεται ~. Mάλωσαν και έγινε ~.
Πώς να μη την αγαπάς αυτή τη λέξη. Τρομερό 3 σε 1.
Την αναπαράγεις και νιώθεις ότι ίσως δε ξημερώσει πια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου